- τυκτός
- -ή, -όν, Α1. κατασκευασμένος, τεχνητός2. (γενικά) αυτός που έχει κατασκευαστεί, που έχει υποστεί κατεργασία με τέχνη («τυκτὰν μάρμαρον», Θεόκρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από τη μηδενισμένη βαθμίδα τής ρίζας τού ρ. τεύχω (βλ. λ. τεύχω) με την κατάλ. -τός* τῶν ρηματ. επιθ.].
Dictionary of Greek. 2013.